- ὁμό-εδρος
ὁμό-εδρος, von gleichem Sitze, Stob. ecl. phys. 1102, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-εδρος, von gleichem Sitze, Stob. ecl. phys. 1102, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοίεδρος — ὁμοίεδρος, ον (Α) αυτός που έχει τον ίδιο τόπο διαμονής με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ἕδρα (πρβλ. ομό εδρος)] … Dictionary of Greek