ὁμό-ζευκτος

ὁμό-ζευκτος

ὁμό-ζευκτος, zusammengespannt, zusammengebunden, Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • νεόζευκτος — νεόζευκτος, ον (Α) αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. ομό ζευκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”