ἀμοιβαδίς

ἀμοιβαδίς

ἀμοιβαδίς, abwechselnd, wechselseitig, ἄλλοϑεν ἄλλος Theocr. 1, 34; ἐρέεινον ἀλλήλους Ap. Rh. 1, 980; ἀμ. ἀνέρος ἀνήρ 4, 199, d. i. ein Mann mit dem andern wechselnd.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμοιβαδίς — ἀμοιβαδὶς επίρρ. (Α) [ἀμοιβή] αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • ἀμοιβαδίς — by turns indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”