- ἀν-οιδαίνω
ἀν-οιδαίνω (s. οἰδαίνω), aufschwellen, trans., Sp. – Pass. intrans.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οιδαίνω (s. οἰδαίνω), aufschwellen, trans., Sp. – Pass. intrans.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰδαίνω — οἰδάνω cause to swell pres subj act 1st sg οἰδάνω cause to swell pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιδαίν — οἰδαίνω και οίδάνω (ΑΜ) (κυριολ. και μτφ.) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί σε όγκο, να διογκωθεί, φουσκώνω, εξογκώνω 2. εξογκώνομαι, πρήζομαι (α. «καλέσας αὐτὸν Οἰδίποδα διὰ τὸ οἰδάνειν τοὺς πόδας αὐτοῡ», Μαλάλ. β. «ὅς τε [χόλος] καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν… … Dictionary of Greek
διοιδώ — διοιδῶ ( έω) και διοιδαίνω (Α) [οιδώ, οιδαίνω] 1. (για μέλη τού σώματος) πρήζομαι 2. φουσκώνω από οργή 3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή 4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» οργίζομαι … Dictionary of Greek
εξοιδαίνω — ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)] … Dictionary of Greek
οιδάν — οἰδάνω (ΑΜ) βλ. οιδαίνω … Dictionary of Greek
οιδίσκω — οἰδίσκω (Α) οιδαίνω, εξογκώνω, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιδώ] … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
παροιδαίνω — Α [οιδαίνω] πρήζομαι ελαφρά, φουσκώνω λίγο … Dictionary of Greek
περιοιδαίνω — Α φουσκώνω, πρήζομαι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰδαίνω «φουσκώνω, πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
υπεροιδαίνω — Α μτφ. φουσκώνω υπέρμετρα (α. «τὸν... ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπεν... χεὶρ... Εὐρώταν», Ρουφίν. β. «καρδίαν ὑπεροιδαίνουσαν», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] … Dictionary of Greek
υποιδαίνω — Α εξογκώνω κάτι λίγο ή τό εξογκώνω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] … Dictionary of Greek