- ἀμοιβαδόν
ἀμοιβαδόν, dasselbe, ἀλλήλοισι ν ήγορόωντο Ap Rh. 2, 1228; Qu. Sm. 10, 191; in Prosa, Tim. Locr. 98 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμοιβαδόν, dasselbe, ἀλλήλοισι ν ήγορόωντο Ap Rh. 2, 1228; Qu. Sm. 10, 191; in Prosa, Tim. Locr. 98 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμοιβαδόν — (Α ἀμοιβαδὸν) επίρρ. [ἀμοιβή] αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά … Dictionary of Greek
DAPHNE — I. DAPHNE Penei sive Ladonis fluv. filia, quae cum Apollinis vim effugere non posset, implorato paterni numinis auxilio inlaurum commutata est. Ovid. l. 1. Met. v. 504. et 521. Laurum Daphne sig.ac fingitur Penei fluv. filia, eo quod ripae eius… … Hofmann J. Lexicon universale
αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 … Dictionary of Greek