- ἀδελφειός
ἀδελφειός, = ἀδελφεός, ἀδελφός, Hom. viermal, stets gen., Iliad. 5, 21 περιβῆναι ἀδελφειοῠ κταμένοιο, 6, 61 ἃς εἰπὼν ἔτρεψεν (v. l. παρέπεισεν, Scholl.) ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως, 7, 120. 13, 788 ἃς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῠ φρένας ἥρως, – Ep. (VII, 613).
http://www.zeno.org/Pape-1880.