- ἀδελφεός
ἀδελφεός, ὁ, ep. u. ion. = ἀδελφός, Hom. oft, Pind., Aesch. Spt. 959 [558 im trimeter zw.].
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδελφεός, ὁ, ep. u. ion. = ἀδελφός, Hom. oft, Pind., Aesch. Spt. 959 [558 im trimeter zw.].
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδελφεός — ἀδελφός son of the same mother masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
gʷelbh- — gʷelbh English meaning: womb; young of animal Deutsche Übersetzung: “Gebärmutter; Tierjunges” Material: O.Ind. gárbha ḥ, Av. garǝwa “womb, Leibesfrucht”, gǝrǝbuš n. “Tierjunges”; O.Ind. sá garbhya ḥ “eodem utero natus” (= Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
μητραδελφεός — και δωρ. τ. ματραδελφεός, ὁ (α) μητράδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφεός, ιων. και δωρ. τ. τού άδελφός] … Dictionary of Greek
παρέκταση — η / παρέκτασις, άσεως, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. προσθήκη τμήματος σε ένα σύνολο για να συμπληρωθεί ή να επιμηκυνθεί, έκταση σε μήκος, επέκταση, επιμήκυνση («χρονικὴ παρέκτασις», Σέξτ. Εμπ.) 2. γραμμ. η επαύξηση τού συνολικού αριθμού τών συλλαβών μιας… … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek