- ἀδελφότης
ἀδελφότης, ητος, ἡ, Brüderlichkeit, Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδελφότης, ητος, ἡ, Brüderlichkeit, Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αδελφότης — ἀδελφότης (ΑΜ) η αδελφότητα* … Dictionary of Greek
ἀδελφότης — brotherhood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χριστιανική Αδελφότης Νέων — (XAN). Διεθνής οργάνωση που αποβλέπει στην ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων, με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου. Η δράση της καθορίζεται από καταστατικό που εγκρίθηκε το 1885 στο Παρίσι. Η XAN ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1844 από τον Γ. Ουίλιαμς, με σκοπό … Dictionary of Greek
ἀδελφότησι — ἀδελφότης brotherhood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφότησιν — ἀδελφότης brotherhood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφότητα — ἀδελφότης brotherhood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφότητας — ἀδελφότης brotherhood fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφότητες — ἀδελφότης brotherhood fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφότητι — ἀδελφότης brotherhood fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφότητος — ἀδελφότης brotherhood fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek