- ἀδελφικός
ἀδελφικός, brüderlich, φιλία, Arist. Eth. Nic. 8, 10, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδελφικός, brüderlich, φιλία, Arist. Eth. Nic. 8, 10, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αδελφικός — αδελφικός, ή, ό και αδερφικός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αδερφούς: Η αδελφική περιουσία ήταν τώρα αρκετά σημαντική. 2. αυτός που μοιάζει, πλησιάζει ό,τι αναφέρεται σε αδερφούς: Αισθανόταν γι αυτόν μια αγάπη αδελφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφικός — και αδερφικός, ή, ό (Α ἀδελφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια νεοελλ. αγαπητός σαν αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός. ΠΑΡ. αδελφικάτος, αδελφικότητα] … Dictionary of Greek
ἀδελφικά — ἀδελφικός brotherly neut nom/voc/acc pl ἀδελφικά̱ , ἀδελφικός brotherly fem nom/voc/acc dual ἀδελφικά̱ , ἀδελφικός brotherly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικῶν — ἀδελφικός brotherly fem gen pl ἀδελφικός brotherly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικόν — ἀδελφικός brotherly masc acc sg ἀδελφικός brotherly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικαῖς — ἀδελφικός brotherly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικοῖς — ἀδελφικός brotherly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικοῦ — ἀδελφικός brotherly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικῆς — ἀδελφικός brotherly fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικῇ — ἀδελφικός brotherly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφική — ἀδελφικός brotherly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)