- ὀψί-κλωψ
ὀψί-κλωψ, ωπος, ὁ, später Dieb, Nachtdieb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψί-κλωψ, ωπος, ὁ, später Dieb, Nachtdieb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψίκλωψ — ὀψίκλωψ, κλωπος, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κατά τη διάρκεια της νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + κλώψ (< κλέπτω), πρβλ. βιαιο κλώψ] … Dictionary of Greek