ὀψί-κοιτος

ὀψί-κοιτος

ὀψί-κοιτος, spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψίκοιτος — ὀψίκοιτος, ον (Α) αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ.λ. οψέ) + κοιτος (< κοίτη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”