ὀψί-γαμος

ὀψί-γαμος

ὀψί-γαμος, spät heirathend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαθρόγαμος — η, ο 1. αυτός που συνάπτει κρυφό ή παράνομο γάμο 2. μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γάμος (πρβλ. κλεψί γαμος, οψί γαμος)] …   Dictionary of Greek

  • κενογάμιον — κενογάμιον, τὸ (Α) γάμος που τελείται χωρίς εμφάνιση, χωρίς ύπαρξη προσώπων («κενοτάφιον μὲν γὰρ εἶδον, κενογάμιον δὲ οὔ», Αχιλλ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κεν(ο) * + γάμιον (< γάμιος < γάμος), πρβλ. κακο γάμιον, οψι γάμιον] …   Dictionary of Greek

  • οψίγαμος — η, ο (Α ὀψίγαμος, η, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + γάμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”