ὀψί-καρπος

ὀψί-καρπος

ὀψί-καρπος, spät Frucht tragend; Plut. an seni 10; Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωΐκαρπος — ον, Α (για φυτά) αυτός που καρποφορεί πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + καρπός (πρβλ. οψί καρπός)] …   Dictionary of Greek

  • οψίκαρπος — ὀψίκαρπος, ον (Α) αυτός που καρποφορεί αργά, όψιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + καρπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”