ὀψ-ωνητικός

ὀψ-ωνητικός

ὀψ-ωνητικός, ή, όν, zum Einkaufen der Speisen, bes. Fische gehörig; ἡ ὀψωνητική, sc. τέχνη, die Kunst, Fische gut einzukaufen. Ein Buch darüber vom Samier Lynkeus citirt Ath. VII, 313 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωνητικός — ή, όν, ΝΑ [ὠνητής] αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά. επίρρ... ὠνητικῶς Α με ωνητικό τρόπο, με αγορά …   Dictionary of Greek

  • ὠνητικῶς — ὠνητικός inclined to buy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”