- ὀψωνιάζω
ὀψωνιάζω, mit Speise versorgen, beköstigen, δύναμιν, ein Kriegsheer mit Proviant, mit Kost und Sold versorgen, D. Sic. 6, 22 u. A.; im pass., Pol. 23, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψωνιάζω, mit Speise versorgen, beköstigen, δύναμιν, ein Kriegsheer mit Proviant, mit Kost und Sold versorgen, D. Sic. 6, 22 u. A.; im pass., Pol. 23, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψωνιάζω — ὀψωνιάζω (Α) [οψώνιον] παρέχω στον στρατό ζωοτροφές ή μισθό … Dictionary of Greek
ὀψωνιαζομένους — ὀψωνιάζω furnish with provisions pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιαζόμενοι — ὀψωνιάζω furnish with provisions pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιάζεσθαι — ὀψωνιάζω furnish with provisions pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠψωνιάζοντο — ὀψωνιάζω furnish with provisions imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠψωνίασε — ὀψωνιάζω furnish with provisions aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠψωνίασεν — ὀψωνιάζω furnish with provisions aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιάσας — ὀψωνιά̱σᾱς , ὀψωνιάζω furnish with provisions fut part act fem acc pl (doric) ὀψωνιά̱σᾱς , ὀψωνιάζω furnish with provisions fut part act fem gen sg (doric) ὀψωνιάσᾱς , ὀψωνιάζω furnish with provisions aor part act masc nom/voc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψωνιασμός — ὀψωνιασμός, ὁ (Α) [οψωνιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων 2. οι ζωοτροφές και ο μισθός τού στρατεύματος … Dictionary of Greek
οψωνιαστής — ὀψωνιαστής, ὁ (Α) [οψωνιάζω] άτομο που εφοδίαζε με ζωοτροφές, τροφοδότης … Dictionary of Greek