- ἀχάρνας
ἀχάρνας, Arist. ἀχαρνός, Ath. VII, 286 b; oder ἀχαρνώς, Callias in B. A. p. 474; ein Meerfisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχάρνας, Arist. ἀχαρνός, Ath. VII, 286 b; oder ἀχαρνώς, Callias in B. A. p. 474; ein Meerfisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αχάρνας — ἀχάρνας, ου και ἄχαρνος, ου και ἀχαρνώς, ώ (Α) ονομασία ψαριού, ο ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. λόγω του συμπλέγματος ρν το οποίο είναι προελληνικό επίθημα και απαντά σε λέξεις που είναι συνήθως δάνεια (πρβλ. σμύρνα, κόθορνος,… … Dictionary of Greek
Ἀχαρνάς — Ἀχαρνά̱ς , Ἀχαρναί Acharnae fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)