- ἀ-χάρακτος
ἀ-χάρακτος, nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χάρακτος, nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακτός — notched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτός — ή, ό / χαρακτός, ή, όν, ΝΑ, και χαραχτός, ή, ό, Ν [χαράσσω] αυτός που έχει εγκοπές, εντομές, ο χαραγμένος νεοελλ. αυτός που γίνεται με χάραξη («χαρακτές βεντούζες» οι κοφτές βεντούζες) … Dictionary of Greek
χαρακταί — χαρακτός notched fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῷ — χαρακτός notched masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχάρακτος — εὐχάρακτος, ον (Α) (για νομίσματα) αυτός που έχει καθαρή, σαφή χάραξη, καλή εκτύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. απαρα χάρακτος, δι χάρακτος] … Dictionary of Greek
θεοχάρακτος — η, ο (AM θεοχάρακτος, ον) ο χαραγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. α παρα χάρακτος, εν χάρακτος] … Dictionary of Greek
πολυχάρακτος — ον, Α αυτός που είναι ποικίλως χαραγμένος, με πολλά σχήματα ή μορφές («πολυχάρακτον μόρφωμα», Σεκούνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. νεο χάρακτος] … Dictionary of Greek
τριχάρακτος — ον, ΜΑ χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. δι χάρακτος] … Dictionary of Greek
χερουβικοχάρακτος — ον, Μ χαραγμένος από τα χερουβίμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερουβικός + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. νεο χάρακτος] … Dictionary of Greek
κακοχάρακτος — η, ο 1. (για νομίσματα, γλυπτές διακοσμήσεις κ.λπ.) αυτός που έχει χαραχθεί άσχημα, κακοχαραγμένος 2. (για δρόμους) αυτός που έχει χαραχθεί εσφαλμένα, που δεν πέρασε από εκεί που έπρεπε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + χαρακτός (<… … Dictionary of Greek
κολαπτός — ή, ό (AM κολαπτός, ή, όν) [κολάπτω] αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος αρχ. φρ. «κολαπτὸν γράμμα» η επιγραφή … Dictionary of Greek