- ἀχάτης
ἀχάτης, ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχάτης, ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχάτης — agate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχάτης — Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
αχάτης — ο ημιπολύτιμος λίθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχάται — ἀχάτης agate masc nom/voc pl ἀχάτᾱͅ , ἀχάτης agate masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχατῶν — ἀχάτης agate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάτην — ἀχάτης agate masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάτου — ἀχάτης agate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάτῃ — ἀχάτης agate masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
ἀχάτας — ἀχάτᾱς , ἀχάτης agate masc acc pl ἀχάτᾱς , ἀχάτης agate masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)