ἀ-χάριτος

ἀ-χάριτος

ἀ-χάριτος, = ἀχάριστος, ἀχάριτα (oder von ἄχαρις), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάριτος — ίτη, ον, Α ευπρόσδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος, η, ον. Πρόκειται για σπάνιο τ., ο οποίος απαντά κυρίως ως β συνθετικό (πρβλ. ἀ χάριτος, εὐ χάριτος)] …   Dictionary of Greek

  • χάριτος — χάρις grace fem gen sg χάριτος acceptable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαρίτος — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χάριτος — Χάρις grace fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίτην — χάριτος acceptable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • благодатьныи — (51) пр. Исполненный добра, блага: мы... противьныихъ бѣсъ. познахомъ къзни. искоушениѥмь же. и бл҃гдтьноумоу наоучихомъсѩ поданию. (τῆς χάριτος) КЕ XII, 263б; [же]лѣзо раж(ж)изаѥмо преобразоуѥтсѩ на огньныи блескъ. так(о) и оумъ освѣщаѥтсѩ ѡ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χάριτ' — χάριτα , χάρις grace fem acc sg χάριτι , χάρις grace fem dat sg χάριτε , χάρις grace fem nom/voc/acc dual χάριτα , χάριτος acceptable neut nom/voc/acc pl χάριτε , χάριτος acceptable masc voc sg χάριται , χάριτος acceptable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • Northwestern University — For other universities with a similar name, see Northwestern University (disambiguation). Northwestern University Motto Quaecumque sunt vera (Latin) Ὁ Λόγος πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας Ho logos plere …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”