- παχύ-ραβδος
παχύ-ραβδος, dickruthig, dickstreifig, besser παχύῤῥαβδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύ-ραβδος, dickruthig, dickstreifig, besser παχύῤῥαβδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύρραβδος — ον, Α αυτός που έχει χοντρές ράβδους ή ραβδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + ῥάβδος (πρβλ. πολύ ρραβδος)] … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
πολύρραβδος — ον, Α (συν. για ψάρια) αυτός που έχει πολλές ραβδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥάβδος (πρβλ. παχύ ρραβδος)] … Dictionary of Greek