- παχύ-ρῑν
παχύ-ρῑν, ὁ, ἡ, dicknasig, besser παχύῤῥιν, Polem. physiogn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύ-ρῑν, ὁ, ἡ, dicknasig, besser παχύῤῥιν, Polem. physiogn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπυλόρριν — ὁ, ἡ (Α) καμπυλόρρινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + ρριν (< ῥίς, ῥιν ός), πρβλ. οξύ ρριν, παχύ ρριν] … Dictionary of Greek