παχύ-πους

παχύ-πους

παχύ-πους, οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχύπους — (pachypus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν στα νησιά της Μεσογείου και έχουν σώμα καφεκίτρινο, με σαφή φυλετικό διμορφισμό. Οι π. κατοικούν κυρίως στην Κορσική, Σαρδηνία και Σικελία. Τα αρσενικά πετούν τα δειλινά σε… …   Dictionary of Greek

  • πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …   Dictionary of Greek

  • Christian Erich Hermann von Meyer — Hermann von Meyer (1801 1869) Christian Erich Hermann von Meyer (3 September 1801 2 April 1869) was a German palaeontologist. He was born at Frankfurt am Main. In 1832 von Meyer issued a work entitled Palaeologica, and in course of time he… …   Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”