παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια … Dictionary of Greek
παχυλός — ή, ό 1. ο αρκετά παχύς, ο ευτραφής. 2. μτφ., ο πέρα από το κανονικό μεγάλος, ο υπερβολικός: Παχυλός μισθός. – Παχυλή αμάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχυλόν — παχυλός thickish masc acc sg παχυλός thickish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυλωτέρως — παχυλός thickish masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυλῶς — παχυλός thickish adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυλότητα — η 1. η ιδιότητα τού παχυλού 2. μτφ. μεγάλη ποσότητα, αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυλός. Η λ. στον λόγιο τ. παχυλότης μαρτυρείται από το 1835 στον Ν. Αργυριάδη] … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek