παχυ-κάρδιος

παχυ-κάρδιος

παχυ-κάρδιος, dickherzig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • παχυκάρδιος — ον, Α ο ψυχικά αναίσθητος, αδιάφορος, ασυγκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. βαρυ κάρδιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”