- παχυ-κάλαμος
παχυ-κάλαμος, mit dickem Halme oder Stengel, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχυ-κάλαμος, mit dickem Halme oder Stengel, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχυκάλαμος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Άρτας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.). * * * ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει παχύ, χοντρό καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κάλαμος (πρβλ. λεπτο κάλαμος)] … Dictionary of Greek
λεπτοκάλαμος — λεπτοκάλαμος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτοκάλαμον λεπτή και ψηλή κολόνα αρχ. αυτός που έχει λεπτά καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάλαμος (< καλάμι), πρβλ. μονο κάλαμος, παχυ κάλαμος] … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek