παχυντικός

παχυντικός

παχυντικός, zum Dick- od. Feistmachen gehörig, geschickt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχυντικός — ή, ό / παχυντικός, ή, όν, ΝΑ [παχύνω] αυτός που μπορεί να αυξήσει το πάχος, που συντελεί στην πάχυνση αρχ. αυτός που έχει την ικανότητα να γίνεται παχύς …   Dictionary of Greek

  • παχυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί πάχυνση: Φάρμακα, φαγητά παχυντικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχυντικά — παχυντικός having the power of thickening neut nom/voc/acc pl παχυντικά̱ , παχυντικός having the power of thickening fem nom/voc/acc dual παχυντικά̱ , παχυντικός having the power of thickening fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυντικῶν — παχυντικός having the power of thickening fem gen pl παχυντικός having the power of thickening masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυντικόν — παχυντικός having the power of thickening masc acc sg παχυντικός having the power of thickening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυντικαί — παχυντικός having the power of thickening fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυντικῆς — παχυντικός having the power of thickening fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυντική — παχυντικός having the power of thickening fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυντικήν — παχυντικός having the power of thickening fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπαχυντικός — ή, ό κατάλληλος για να προλάβει ή να καταπολεμήσει την πάχυνση του σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + παχυντικός. Η λ. μαρτυρείται στον λογοτέχνη Δημήτριο Βικέλα (1835 1905)] …   Dictionary of Greek

  • παχυντικάς — παχυντικά̱ς , παχυντικός having the power of thickening fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”