παχυ-χειλής

παχυ-χειλής

παχυ-χειλής, ές, = Folgdm, Conj. Reiske's in Leon. Tar. 1 (V, 206) für ταχυχειλής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχυχειλής — ές Α ο παχύχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισο χειλής] …   Dictionary of Greek

  • τανυχειλής — ές, Α (για πτηνά ή για τις μέλισσες) αυτός που έχει μακρύ ράμφος ή μακρύ κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + χειλής (< χείλος), πρβλ. παχυ χειλής] …   Dictionary of Greek

  • ταχυχειλής — ές, Α (για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να φυσήξει με τα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + χειλής (< χεῖλος, τό), πρβλ. παχυ χειλής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”