παχυ-τράχηλος

παχυ-τράχηλος

παχυ-τράχηλος, dickhalsig, Adam. physiogn. 2, 16, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχυτράχηλος — ον, ΜΑ αυτός που έχει παχύ λαιμό, χοντρόλαιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + τράχηλος (πρβλ. μικρο τράχηλος)] …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιώτης — ὁ, Α αυτός που έχει παχύ τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. μηχαν ιώτης, νησ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”