παχυ-σκελής

παχυ-σκελής

παχυ-σκελής, ές, dickschenkelig, dickbeinig, poet. bei Plut. non posse 21 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχυσκελής — ές, Α αυτός που έχει παχιά, χοντρά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”