ἀ-τέλεια

ἀ-τέλεια

ἀ-τέλεια, , ion. ἀτελείη u. ἀτεληΐη, 1) Unvollkommenheit, Theophr. – 2) Freiheit von Staatslasten u. Abgaben, στρατηΐης καὶ φόρου Her. 3, 67 u. öfter; ἔργων Isocr. Busir. 9; vom Wachtdienst u. dgl., Xen. An. 3, 3, 18; Dem. Lpt. 1 u. öfter; ἐξ ἀτελείας, umsonst, Dem. 59, 39; vgl. Böckh Staatshaush. 1 p. 73 ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τελεία — τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc dual τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείᾳ — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεία — Επίθετο της θεάς Ήρας στη Στύμφαλο της Αρκαδίας, προστάτιδα του γάμου. Ναός της υπήρχε στη Μεγαλόπολη. Άλλος ναός της, στις Πλαταιές, ήταν ονομαστός για το εκεί μαρμάρινο άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη. * * * η, ΝΜΑ γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης …   Dictionary of Greek

  • τελεία — η σημείο στίξης στο τέλος περιόδου, το οποίο δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει τέλειο, ολοκληρωμένο νόημα, η κάτω στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέλεια — τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείας — τελείᾱς , τέλειος perfect fem acc pl τελείᾱς , τέλειος perfect fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείαι — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείαν — τελείᾱν , τέλειος perfect fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

  • τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”