- ἀ-τέλευτος
ἀ-τέλευτος (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τέλευτος (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοτέλευτον — ἰσοτέλευτον, τὸ (Α) η κατάληξη στο ίδιο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τελευτον (< τελευτή), πρβλ. α τέλευτος, ομοιο τέλευτος] … Dictionary of Greek
οξυτέλευτος — ὀξυτέλευτος, ον (Α) αυτός που τελειώνει σε οξύ ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τέλευτος (< τελευτή), πρβλ. ομοιο τέλευτος] … Dictionary of Greek
προτέλευτος — ον, Α προτελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τελευτος (< τελευτή), πρβλ. παρα τέλευτος] … Dictionary of Greek
ομοιοτέλευτος — η, ο (Α ὁμοιοτέλευτος, ον) 1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα (ρητ.) σχήμα κατά το… … Dictionary of Greek
παρατέλευτος — ον, Α 1. προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρατέλευτος η λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρατέλευτον είδος μέτρου («μονόμετρον ὅ καὶ παρατέλευτον ὀνομάζεται», Σχόλ. στον Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τελευτος… … Dictionary of Greek