τελεστός — fulfilled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ τος, ὀψιτέλεσ τος. Η μαρτυρία τού απλού τελεσ τός είναι αμφίβολη] … Dictionary of Greek
τελεστόν — τελεστός fulfilled masc acc sg τελεστός fulfilled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστώ — τελεστός fulfilled masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοτέλεστος — ἰσοτέλεστος, ον (Α) 1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα») 2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο τέλεστος μεσο τέλεστος] … Dictionary of Greek
μεσοτέλεστος — μεσοτέλεστος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ τελειωμένος, μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αρτι τέλεστος, ημι τέλεστος] … Dictionary of Greek
τελεστά — τελεστά̱ , τελεστής an official masc nom/voc/acc dual τελεστής an official masc voc sg τελεστής an official masc nom sg (epic) τελεστός fulfilled neut nom/voc/acc pl τελεστά̱ , τελεστός fulfilled fem nom/voc/acc dual τελεστά̱ , τελεστός fulfilled … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιτέλεστος — ον, ΜΑ αυτός που τελείται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + τελεστός (< τελῶ), πρβλ. ἀρτι τέλεστος] … Dictionary of Greek
τελεστῶν — τελεστής an official masc gen pl τελεστός fulfilled fem gen pl τελεστός fulfilled masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιτέλεστος — ἀρτιτέλεστος, ον (Μ) αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα, μόλις τώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τελεστός < τελώ] … Dictionary of Greek
ημιτέλεστος — ἡμιτέλεστος, ον (AM) 1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος 2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τελεστός (< τελώ)] … Dictionary of Greek