ἀ-τέλεστος

ἀ-τέλεστος

ἀ-τέλεστος, 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, ὁδός Od. 2, 273; πόνος Il. 4, 57; μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, σῖτον ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀϑέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben ἀμύητος, ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ ϑεῷ Ael. V. H. 3, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τελεστός — fulfilled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ τος, ὀψιτέλεσ τος. Η μαρτυρία τού απλού τελεσ τός είναι αμφίβολη] …   Dictionary of Greek

  • τελεστόν — τελεστός fulfilled masc acc sg τελεστός fulfilled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστώ — τελεστός fulfilled masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοτέλεστος — ἰσοτέλεστος, ον (Α) 1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα») 2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο τέλεστος μεσο τέλεστος] …   Dictionary of Greek

  • μεσοτέλεστος — μεσοτέλεστος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ τελειωμένος, μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αρτι τέλεστος, ημι τέλεστος] …   Dictionary of Greek

  • τελεστά — τελεστά̱ , τελεστής an official masc nom/voc/acc dual τελεστής an official masc voc sg τελεστής an official masc nom sg (epic) τελεστός fulfilled neut nom/voc/acc pl τελεστά̱ , τελεστός fulfilled fem nom/voc/acc dual τελεστά̱ , τελεστός fulfilled …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιτέλεστος — ον, ΜΑ αυτός που τελείται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + τελεστός (< τελῶ), πρβλ. ἀρτι τέλεστος] …   Dictionary of Greek

  • τελεστῶν — τελεστής an official masc gen pl τελεστός fulfilled fem gen pl τελεστός fulfilled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτιτέλεστος — ἀρτιτέλεστος, ον (Μ) αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα, μόλις τώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τελεστός < τελώ] …   Dictionary of Greek

  • ημιτέλεστος — ἡμιτέλεστος, ον (AM) 1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος 2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τελεστός (< τελώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”