ἀτέμβω

ἀτέμβω

ἀτέμβω (ἄτη?), nur praes., in Schaden bringen, berauben, ξείνους Od. 20, 294. 21, 312; bethören, ϑυμόν 2, 90. – Pass., beraubt sein, ermangeln, νεότητος, sie sind nicht mehr jung, Il. 23, 445, u. öfter. – Med., tadeln, schelten, τινί Ap. Rh. 2, 56. 3, 99; c. inf., 2, 1201.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ατέμβω — (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ 2. παθ. στερούμαι, χάνω 3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά , αρσ. «απάτη». Το α του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω… …   Dictionary of Greek

  • ἀτέμβω — maltreat pres subj act 1st sg (epic) ἀτέμβω maltreat pres ind act 1st sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτεμβόμενον — ἀτέμβω maltreat pres part mp masc acc sg (epic) ἀτέμβω maltreat pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέμβει — ἀτέμβω maltreat pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀτέμβω maltreat pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτεμβομένη — ἀτέμβω maltreat pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτεμβοίμην — ἀτέμβω maltreat pres opt mp 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτεμβόμενος — ἀτέμβω maltreat pres part mp masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέμβειν — ἀτέμβω maltreat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέμβεσθαι — ἀτέμβω maltreat pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέμβηαι — ἀτέμβω maltreat pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέμβομεν — ἀτέμβω maltreat pres ind act 1st pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”