ἀ-τέκμαρτος

ἀ-τέκμαρτος

ἀ-τέκμαρτος, 1) nicht zu bezeichnen, nicht zu errathen, χρηστήριον, dunkel, Her. 5, 92, 3; καὶ ἄδηλος Ael. bei Suid.; καὶ ἀσύμβλητα H. A. 6, 60; sich durch kein Metkmal ankündigend, ἀτέκμαρτον προνοῆσαι Pind. P. 10, 63; dgl. Ol. 7, 45; μοῖρα ἀτεκμαρτοτάτη, gar nicht vorauszusehen, Aesch. Pers. 874; nicht zu berechnen, δέος (es ist ungewiß, ob sie sich als gegründet oder als unnöthig zeigen wird), Thuc. 4, 63; ἄνϑρωπος, unbeständig, Ar. Av. 170; φυγαί, nicht zu beurtheilen, Plat. Legg. I, 638 a; ἀτεκμάρτως ἔχειν, sich nicht bestimmt angeben lassen, Xen. Mem. 1, 4, 4. – 2) unbegränzt, Orph. Arg. 1150; ἄεϑλοι, γαστήρ, Opp. H. 1, 35. 2, 206.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεκμαρτός — ή, ό / τεκμαρτός, ή, όν, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του νεοελλ. φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει… …   Dictionary of Greek

  • τεκμαρτός — ή, ό αυτός που μπορεί κανείς να τον συμπεράνει: Τα εισοδήματά του είναι τεκμαρτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεκμαρτόν — τεκμαρτός possible to be determined masc acc sg τεκμαρτός possible to be determined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτέκμαρτος — εὐτέκμαρτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα συμπεραίνει ή υποθέτει κάποιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «καλῶς τυπούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεκμαρτός (< τεκμαίρομαι «προσδιορίζω, συμπεραίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • τεκμαρτικός — ή, όν, Α [τεκμαρτός] ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”