- ἀ-τέλειος
ἀ-τέλειος, unvollendet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τέλειος, unvollendet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέλειος — perfect masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek
τέλειος — α, ο επίρρ. α ο πλήρης, ο ολοκληρωμένος, ο υποδειγματικός: Τέλειος κύκλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελεώτερον — τέλειος perfect adverbial comp τέλειος perfect masc acc comp sg τέλειος perfect neut nom/voc/acc comp sg τέλειος perfect masc acc comp sg (attic) τέλειος perfect neut nom/voc/acc comp sg (attic) τέλειος perfect adverbial (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεωτάτων — τέλειος perfect fem gen superl pl τέλειος perfect masc/neut gen superl pl τέλειος perfect fem gen superl pl (attic) τέλειος perfect masc/neut gen superl pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεωτέραις — τέλειος perfect fem dat comp pl τελεωτέρᾱͅς , τέλειος perfect fem dat comp pl (attic) τέλειος perfect fem dat comp pl (attic) τελεωτέρᾱͅς , τέλειος perfect fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεωτέρων — τέλειος perfect fem gen comp pl τέλειος perfect masc/neut gen comp pl τέλειος perfect fem gen comp pl (attic) τέλειος perfect masc/neut gen comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεώτατα — τέλειος perfect adverbial superl τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl pl τέλειος perfect adverbial superl (attic) τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεώτατον — τέλειος perfect masc acc superl sg τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl sg τέλειος perfect masc acc superl sg (attic) τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέω — τέλειος perfect masc/neut nom/voc/acc dual τέλειος perfect masc/neut gen sg (doric aeolic) τέλειος perfect masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic) τέλειος perfect masc/fem/neut gen sg (attic doric aeolic) τέλλω accomplish fut ind act 1st sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέως — τέλειος perfect adverbial τέλειος perfect masc acc pl (doric) τέλειος perfect adverbial (attic) τέλειος perfect masc/fem acc pl (attic doric) τελειόω make perfect imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)