- ἀπο-βιόω
ἀπο-βιόω (s. βιόω), ableben, sterben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βιόω (s. βιόω), ableben, sterben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεβίου — ἀπό βιόω live imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἀπό βιόω live imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεβίω — ἀπό βιόω live aor ind act 3rd sg ἀπό βιόω live imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεβίωσαν — ἀπό βιόω live aor ind act 3rd pl ἀπό βιόω live aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεβιώσαμεν — ἀπό βιόω live aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεβίωσεν — ἀπό βιόω live aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβιωκέναι — ἀπό βιόω live perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβιωκότας — ἀπό βιόω live perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβιωκότες — ἀπό βιόω live perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβιωκότος — ἀπό βιόω live perf part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβιωκότων — ἀπό βιόω live perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβιωκώς — ἀπό βιόω live perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)