- ἀπο-ξιφίζω
ἀπο-ξιφίζω, = simplex, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-ξιφίζω, = simplex, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀποξιφίσαι — ἀπό ξιφίζω dance the sword dance aor inf act ἀποξιφίσαῑ , ἀπό ξιφίζω dance the sword dance aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξιφίζειν — ἀπό ξιφίζω dance the sword dance pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
ξιφιστήρ — ξιφιστήρ, ὁ (Α) λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ) ή απευθείας από ξίφος] … Dictionary of Greek