μῶλυξ

μῶλυξ

μῶλυξ, υκος, dor. = μῶλυς, nach Hesych. bei den Zakynthiern = ἀπαίδευτος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μώλυξ — μῶλυξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) «ἀπαίδευτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ υς «νωθρός» με εκφραστικό επίθημα υξ, υκος (πρβλ. κόρ υξ)] …   Dictionary of Greek

  • φορύσσω — Α 1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.) 2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< *φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση κ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”