- βῶλαξ
βῶλαξ, ακος, ἡ, Erdscholle, Pind. P. 4, 37; Ap. Rh. 3, 1334; übh. Land, Theocr. 17, 80. S. βῶλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βῶλαξ, ακος, ἡ, Erdscholle, Pind. P. 4, 37; Ap. Rh. 3, 1334; übh. Land, Theocr. 17, 80. S. βῶλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βώλαξ — βώλαξ, ο (Α) ο βώλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) αξ* (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
Βώλαξ — Sp Vòlaksas Ap Βώλαξ/Volas L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
βῶλαξ — βῶλα fem nom/voc sg βῶλαξ fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλακας ή Βώλαξ — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ., 1.190 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται σε ορεινή κοιλάδα του Φαλακρού βουνού. Υπάγεται στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 33 κάτ.) της Τήνου.… … Dictionary of Greek
βώλακας — [βώλαξ] μεγάλος βώλος γης που αποσπάται κατά το όργωμα … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
Nevrokopi — Gemeinde Nevrokopi Δήμος Νευροκοπίου … Deutsch Wikipedia
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
βωλάκιος — βωλάκιος, α, ον (Α) [βώλαξ] (για έδαφος) αυτός που έχει βώλους, παχύς, εύφορος … Dictionary of Greek
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
βώμαξ — (I) βώμαξ, ο, η (Μ) ο βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ* (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.]. (II) βῶμαξ, η (Α) μικρός βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ*, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)] … Dictionary of Greek