- μῶνυξ
μῶνυξ, υχος, statt μον-ῶνυξ, einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῶνυξ, υχος, statt μον-ῶνυξ, einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μώνυξ — μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α) (για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ. β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < *μον(ο) ονυξ, με ανομοιωτική… … Dictionary of Greek
μῶνυξ — with a single masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… … Dictionary of Greek
μονώνυξ — μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ (Μ, Α μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ) βλ. μονώνυχος … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
μωνύχων — μώνυχος masc/fem/neut gen pl μω̱νύχων , μῶνυξ with a single masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώνυξι — μώ̱νυξι , μῶνυξ with a single masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώνυξιν — μώ̱νυξιν , μῶνυξ with a single masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώνυχα — μώνυχος neut nom/voc/acc pl μώ̱νυχα , μῶνυξ with a single masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώνυχας — μώ̱νυχας , μῶνυξ with a single masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώνυχες — μώ̱νυχες , μῶνυξ with a single masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)