νῶκαρ

νῶκαρ

νῶκαρ, αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit, Hesych. erkl. νύσταξις u. νωϑεία, tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. δυςκίνητος, träg, langsam, u. leiten es von νη u. ὀχέω ab. Vgl. aber κάρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νώκαρ — νῶκαρ, αρος, τὸ (Α) 1. λήθαργος, κώμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια» 3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • νωκαρώδης — νωκαρώδης, ῶδες (Α) [νώκαρ] οκνηρός, νωχελής, βραδυκίνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”