νῶε

νῶε

νῶε, poet, = νῶϊ, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός του Νώε — Βιβλικός όρος. Πλωτό σκάφος (κιβωτός), που σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Γένεση) κατασκεύασε ο Νώε έπειτα από επιταγή του Θεού, για να διασώσει την οικογένειά του και κάποια είδη ζώων από τον Κατακλυσμό. Η κιβωτός είχε σύμφωνα με την παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Χαμίτες — Όρος που προέρχεται από τον βιβλικό πίνακα των γενεαλογιών των λαών (Γένεσις, κεφ. I) και αφορά τους απογόνους του Χαμ, γιου του Νώε. Ο όρος χρησιμοποιείται γενικά για να καθορίσει τους μη νεγρικούς πληθυσμούς που κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν… …   Dictionary of Greek

  • κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό …   Dictionary of Greek

  • Ной — У этого термина существуют и другие значения, см. Ной (значения). Ной (ивр. נֹחַ‎, Ноах) Ной выпуск …   Википедия

  • Ксисутр — Ной (ивр. נֹחַ‎, Ноах) Ной выпускает голубя из ковчега Фрагмент мозаики к. XII нач. XIII вв. Венеция, Собор Святого Марка Пол: мужчина Период жизни: 1056 2006 от Сотворения мира …   Википедия

  • Ноах — Ной (ивр. נֹחַ‎, Ноах) Ной выпускает голубя из ковчега Фрагмент мозаики к. XII нач. XIII вв. Венеция, Собор Святого Марка Пол: мужчина Период жизни: 1056 2006 от Сотворения мира …   Википедия

  • NOE — Latine tessatio, vel requies. Unde Hesychius: Νῶε, ἀνάπαυσις, (ideoque ridicule Suidas: Νῶε, ὄνομα κύριον, παρὰ τὸ νῶ, τὸ κολυμβῶ, scil. quod in arca inclusus, in mediis aquis antârit) fil. Lamech, natua A. M. 1057. vir Deo gratus, quem, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σημ — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ήταν γιος του Νώε, πατέρας του Αρφάξαδ και πρόγονος του Θάρα, πατέρα του Αβραάμ και επομένως ήταν πρόγονος του Ιησού. Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή των Προπατόρων. * * * ο, ΝΜΑ… …   Dictionary of Greek

  • Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”