- λῡπητικός
λῡπητικός, betrübend, Sp.; τὸ λ. = λύπη, Plut. Symp. 3, 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡπητικός, betrübend, Sp.; τὸ λ. = λύπη, Plut. Symp. 3, 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… … Dictionary of Greek
λυπητικός — feeling pain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπητικά — λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc pl λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc/acc dual λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπητικόν — λυπητικός feeling pain masc acc sg λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπητική — λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπητικά — και λυπητικῶς (Μ) επίρρ. βλ. λυπητικός … Dictionary of Greek
λυπητικάτος — η, ο (Μ λυπητικάτος, η, ον) [λυπητικός] λυπητερός … Dictionary of Greek
ՏՐՏՄԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0899 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c, 12c ա. λυπητικός, λυπηρός, περίλυπος dolorosus, dolorificus, tristis, molestiam adferens. Ուր կայցէ տրտմութիւն ինչ, կամ տրտմեցուցիչ. տրտմալի. վշտալից. տրտմագին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)