- λῡπησί-λογος
λῡπησί-λογος, durch Reden kränkend; Phryn. in B. A. 9; Cratin. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡπησί-λογος, durch Reden kränkend; Phryn. in B. A. 9; Cratin. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψίλογος — ο (Α κλεψίλογος, ον) αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι (< κλέπτω) + λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησί λογος, λυπησί λογος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek