λῡπηρός

λῡπηρός

λῡπηρός, betrübend, kränkend, beschwerlich, lästig; τί σοι τοῠτ' ἔστι λυπηρὸν κλύειν, Soph. O. C. 1178, wie El. 547; τἂν δόμοισι λυπηρά, Eur. Ion 623, u. öfter; λυπηρὸς ἴσϑ' ὢν, κἀποχώρησον δόμων, Ar. Ach. 456; Ggstz ἡδύς, Plat. Phil. 43 e u. öfter, wie Arist. Eth. 10, 1; παρὰ βίον ἡδίω καὶ λυπηρότερον, Plat. Legg. V, 733 b; dem ἐνοχλῶν entsprechend, Xen. An. 2, 5, 12; καὶ χαλεπόν, Dem. 18, 5. – Adv., λυπηρῶς ἔχειν Soph. El. 757, Folgde; καὶ βαρέως φέρειν, Isocr. 9, 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… …   Dictionary of Greek

  • λυπηρός — λῡπηρός , λυπηρός painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρός — ή, ό αυτός που προκαλεί λύπη, ο θλιβερός: Έμαθα ένα λυπηρό νέο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυπήρ' — λῡπηρά , λυπηρός painful neut nom/voc/acc pl λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc dual λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λῡπηρέ , λυπηρός painful masc voc sg λῡπηραί , λυπηρός painful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρά — λῡπηρά , λυπηρός painful neut nom/voc/acc pl λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc dual λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρότερον — λῡπηρότερον , λυπηρός painful adverbial comp λῡπηρότερον , λυπηρός painful masc acc comp sg λῡπηρότερον , λυπηρός painful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυπρος — κατάλυπρος, ον (Α) πολύ λυπηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)] …   Dictionary of Greek

  • λυπηροτάτων — λῡπηροτάτων , λυπηρός painful fem gen superl pl λῡπηροτάτων , λυπηρός painful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηροτέρα — λῡπηροτέρᾱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc comp dual λῡπηροτέρᾱ , λυπηρός painful fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρῶν — λῡπηρῶν , λυπηρός painful fem gen pl λῡπηρῶν , λυπηρός painful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρόν — λῡπηρόν , λυπηρός painful masc acc sg λῡπηρόν , λυπηρός painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”