λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
λυπηρός — λῡπηρός , λυπηρός painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρός — ή, ό αυτός που προκαλεί λύπη, ο θλιβερός: Έμαθα ένα λυπηρό νέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυπήρ' — λῡπηρά , λυπηρός painful neut nom/voc/acc pl λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc dual λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λῡπηρέ , λυπηρός painful masc voc sg λῡπηραί , λυπηρός painful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρά — λῡπηρά , λυπηρός painful neut nom/voc/acc pl λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc dual λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρότερον — λῡπηρότερον , λυπηρός painful adverbial comp λῡπηρότερον , λυπηρός painful masc acc comp sg λῡπηρότερον , λυπηρός painful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυπρος — κατάλυπρος, ον (Α) πολύ λυπηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)] … Dictionary of Greek
λυπηροτάτων — λῡπηροτάτων , λυπηρός painful fem gen superl pl λῡπηροτάτων , λυπηρός painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηροτέρα — λῡπηροτέρᾱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc comp dual λῡπηροτέρᾱ , λυπηρός painful fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρῶν — λῡπηρῶν , λυπηρός painful fem gen pl λῡπηρῶν , λυπηρός painful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρόν — λῡπηρόν , λυπηρός painful masc acc sg λῡπηρόν , λυπηρός painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)