λῡπητήριος

λῡπητήριος

λῡπητήριος, = Folgdm, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυπητήριος — λυπητήριος, ία, ον (Α) αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, μονασ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
https://greek2deu.de-academic.com/62005/%CE%BB%E1%BF%A1%CF%80%CE%B7%CF%84%E1%BD%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82 Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”