- οἴκαδις
οἴκαδις, sagt der Megareer für οἴκαδε Ar. Ach. 707. 744; Epicharm. bei Ath. VII, 236 b; auch οἴκαδες, nach E. M. 617, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴκαδις, sagt der Megareer für οἴκαδε Ar. Ach. 707. 744; Epicharm. bei Ath. VII, 236 b; auch οἴκαδες, nach E. M. 617, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίκαδις — οἴκαδις (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. οίκαδε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. αδις (πρβλ. κρυφ άδις)] … Dictionary of Greek
οἴκαδις — οἴκαδε to one s house doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-δις — (II) δις (Α) αχώριστο επίθημα που δηλώνει κίνηση σε τόπο (σε μερικές μόνο λέξεις) («ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις») … Dictionary of Greek
άμυδις — ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α) 1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί 2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του ο σε υ και ψίλωση. Σχετικά … Dictionary of Greek
οίκαδε — (ΑΜ οἴκαδε, Α δωρ. τ. οἴκαδις και σε επιγρ. Fοίκαδε) επίρρ. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα («οἴκαδέ τ ἐλθέμεν καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.) αρχ. στο σπίτι, στην πατρίδα («ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴκα, αιτ. πληθ … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek