οἴκαδε

οἴκαδε

οἴκαδε (von der alten ungebräuchlichen Stammform ΟΙΞ der accus.), = οἶκόνδε, nach Hause, in das Vaterland, heimwärts; οἴκαδ' ἱκέσϑαι, ἴμεν, νοστεῖν, Hom. oft u. Folgde; ὀπίσω πάλιν οἴκαδε μόλοι, Pind. N. 3, 60; οἴκαδ' ἱκάνει, Aesch. Ag. 1310; ὀμόσας ἀπάξειν οἴκαδε, Soph. Phil. 929; Eur. oft; in Prosa, wie Plat. Conv. 179 e Phaedr. 247 e; οἴκαδε γράφειν ἐπιστολήν, Xen. Cyr. 2, 2, 9; τὰ οἴκαδε ποϑεῖν, nach Hause begehren, 1, 3, 4; οἴκαδε παρασκευάζεσϑαι, An. 7, 7, 57; Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἴκαδε — to one s house indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκαδε — (ΑΜ οἴκαδε, Α δωρ. τ. οἴκαδις και σε επιγρ. Fοίκαδε) επίρρ. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα («οἴκαδέ τ ἐλθέμεν καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.) αρχ. στο σπίτι, στην πατρίδα («ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴκα, αιτ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • οἴκαδ' — οἴκαδε , οἴκαδε to one s house indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴκαδις — οἴκαδε to one s house doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • весь — I деревня , др. русск., ст. слав. вьсь κώμη, χωρίον (Клоц., Супр.), словен. vàs, чеш. ves, слвц. ves, польск. wies, в. луж. wjes, н. луж. wjas. Родственно лтш. vìesis пришелец, чужеземец , лит. viẽšpat(i)s господь , viẽškelis (большая) дорога …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • PRAXIDICE — nympha ex Tremilo filium habuit Cragum, qui Lyciae monti nomen dedit, Steph. Suidas in Πραξιδίκη: Διονύσιος δε, εν κτίσεσιν, Ω᾿᾿γόγου ῾φησἲ θυγατέρες. Α᾿λαλκομενίαν, Θελξίνειαν, Αὐλίδα, ἃςὕςτερον Πραξιδίκας ὠνομαςθῆναι. Earum aedem et iusiurandum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THEBAIS — I. THEBAIS insigne Statii opus, totis 12. annis summâ curâ ab eo elaboratum. Nomen autem habet ab argumento, eod quod bellum contineat inter Eteoclem et Polynicem ad Thebas gestum, in quo duo fratres mutuis vulneribus perierunt. Iuvenal. Satyr. 7 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TUBA — Tyrrhenorum inventum, Plin. l. 7. c. 56. a tubo, seu canali, quem refert, dicta, priscis Graecis ignota fuit. Unde illos, Tubarum locô, conchis uti consuevisse, legimus, apud Hesychium, Κόχλοις τοῖς ςθαλαττίοις ἐχρῶντο, πρὸ τῆς τῶ σαλπίγγων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VOLUTABRUM — in Glossis κολίςτρα ζώων, proprie de apris et suibus, hinc de equis: de quibus capiendus Glossarum hic locus. Nam ζῶα Graeci, absolute plerumque equos appellant, ut et ἄλογα. Hos in arena prope amnem aut lacum volutare Veteres consuefaciebant,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …   Dictionary of Greek

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”