- οἴεος
οἴεος, vom Schaafe, διφϑέρα, Her. 5, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴεος, vom Schaafe, διφϑέρα, Her. 5, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίεος — οἴεος, έα, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. εος (πρβλ. ταύρ εος)] … Dictionary of Greek
οἰέην — οἴεος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰέῃσι — οἴεος of fem dat pl (epic ionic) οἰάω pres subj act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴεαι — οἴεος of fem nom/voc pl οἴομαι forebode pres ind mp 2nd sg (epic ionic) οἰάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰέα — οἰέᾱ , οἴεος of fem nom/voc/acc dual οἰέᾱ , οἴεος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰέας — οἰέᾱς , οἴεος of fem acc pl οἰέᾱς , οἴεος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠέῳ — οἰέῳ , οἴεος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ou̯i-s — ou̯i s English meaning: sheep Deutsche Übersetzung: ‘schaf” Grammatical information: m. f. gen. sg. óu̯i̯os; f. ou̯ikü ds. Material: O.Ind. ávi m. f. ‘sheep”, avika m. ds., avikü “ female sheep (= O.Bulg. оvьca), ávya “of… … Proto-Indo-European etymological dictionary