- οἴκοσε
οἴκοσε, = οἴκαδε, Gramm. als Erkl. dazu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴκοσε, = οἴκαδε, Gramm. als Erkl. dazu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίκοσε — οἴκοσε (Α) επίρρ. οίκαδε, προς το σπίτι ή προς την πατρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. κυκλό σε, πεδό σε)] … Dictionary of Greek
οἴκοσε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek